Δικαστήρια ή διαιτησία; Πόσο κερδίζουμε σε χρόνο και χρήμα;

    Από: Startup Team

Η προσφυγή στα δικαστήρια αποτελεί μέχρι και σήμερα  την πλέον διαδεδομένη επιλογή στην οποία καταφεύγει ο καθένας μας για να λύσει τις διαφορές του. Υπάρχουν, ωστόσο, και εναλλακτικές μορφές επίλυσης των διαφορών, οι οποίες συνήθως με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, παρουσιάζουν, σε αρκετές περιπτώσεις σημαντικά πλεονεκτήματα. Μία από αυτές, ίσως η σημαντικότερη και πιο δημοφιλής, είναι ο θεσμός της διαιτησίας.

Καταφεύγοντας στον θεσμό της διαιτησίας, τα αντικρουόμενα μέρη εκδηλώνουν την βούλησή τους με σχετική συμφωνία, να επιλύσουν τη διαφορά τους, όχι στο αρμόδιο δικαστήριο αλλά στους διαιτητές (ιδιωτικούς δικαστές), προκειμένου οι τελευταίοι να εκδώσουν μια απόφαση που θα έχει έννομα αποτελέσματα και θα είναι δεσμευτική για όλα τα μέρη.

*Της Μαρίας Τσιλιάκου

Βασικό χαρακτηριστικό της διαιτησίας είναι ότι παρέχει την πρωτοβουλία στα εμπλεκόμενα μέρη να επιλέξουν τους διαιτητές από ειδικό κατάλογο, τον τόπο και την γλώσσα διεξαγωγής της διαδικασίας, το δίκαιο που θα εφαρμοστεί κ.α. Η απόφαση η οποία εκδίδεται από τους διαιτητές είναι, όπως προλέχθηκε, δεσμευτική και άμεση εκτελεστή, όπως δηλαδή και αν εκδιδόταν από τακτικό δικαστήριο.

Σε σχέση με την κλασσική δικαστηριακή διαδικασία η διαιτησία προσφέρει ελαστικότητα, ευελιξία και εμπιστευτικότητα της διαδικασίας και η άμεση εκτελεστότητα της απόφασης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και, σαφώς, την ταχεία και οικονομική διεξαγωγή της διαδικασίας.

Ας δούμε και ένα πρακτικό παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι ένας ενδιαφερόμενος προσφεύγει στα τακτικά δικαστήρια, ασκώντας αγωγή προκειμένου να επιλύσει διαφορά, αξίας 300.000 ευρώ. Υπολογίζοντας αρχικά το κόστος της διαδικασίας, προβλέπεται ότι στον πρώτο βαθμό ο ασκών την αγωγή θα πρέπει να καταβάλει τουλάχιστον τα εξής ποσά:

-769 ευρώ, για την κατάθεση και την συζήτησή της αγωγής του, ποσό  το οποίο αναγράφεται στο γραμμάτιο προείσπραξης και αποτελεί την ελάχιστη προβλεπόμενη από τον Δικηγορικό Σύλλογο αμοιβή του δικηγόρου, πλέον ΦΠΑ,(176,87 ευρώ).

-30 ευρώ για ένσημα (ταμείο νομικών, ταμείο προνοίας, μεγαρόσημα)

-3.297,60 ευρώ για δικαστικό ένσημο

-10.800 ευρώ για τέλος απογράφου, πλέον 3% επί των τόκων

Στην περίπτωση δε, που στην συνέχεια ασκηθεί έφεση από τον ίδιο ενδιαφερόμενο, θα πρέπει αυτός να καταβάλει επιπλέον τουλάχιστον τα κάτωθι ποσά:

-200 ευρώ ως παράβολο για την κατάθεση της έφεσης

-697,41 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την κατάθεση και συζήτηση της έφεσης, ποσό  το οποίο αναγράφεται στο γραμμάτιο προείσπραξης και αποτελεί την ελάχιστη προβλεπόμενη από τον Δικηγορικό Σύλλογο αμοιβή του δικηγόρου

-25 ευρώ ένσημα (ταμείο νομικών, ταμείο προνοίας, μεγαρόσημα)

Το συνολικό λοιπόν προβλεπόμενο κόστος για τον πρώτο (εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο) και δεύτερο (εκδίκαση στο Εφετείο) βαθμό δικαιοδοσίας για εκδίκαση διαφοράς ύψους 300.000 ευρώ, θα είναι πλέον του ποσού των 15.819 ευρώ, αφού δεν έχουν συμπεριληφθεί στα ανωτέρω ποσά η επιπλέον αμοιβή που τυχόν ζητηθεί από τον δικηγόρο, το κόστος των επιδόσεων και το 3% επί των τόκων για το τέλος απογράφου.

Ως προς τον χρόνο που προβλέπεται να απαιτηθεί από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης από το Εφετείο, ανέρχεται κατά προσέγγιση, εάν υποθέσουμε ότι η αγωγή κατατίθεται με σημερινή ημερομηνία, τουλάχιστον στα έξι(!) χρόνια.

Εφόσον κατατεθεί αγωγή σήμερα, προβλέπεται να λάβει δικάσιμο για το έτος 2017. Εφόσον αναβληθεί κατά την ορισθείσα ημερομηνία, ενδεχόμενο ιδιαίτερα πιθανό στην δικαστηριακή πρακτική, πρόκειται να λάβει δικάσιμο τουλάχιστον ένα έτος μετά, δηλαδή το 2018.

Αν υποθέσουμε ότι δικαστεί στην δεύτερη ορισθείσα ημερομηνία, η απόφαση προβλέπεται να εκδοθεί το νωρίτερο στο τέλος του ίδιου έτους, εφόσον η συζήτηση της έφεσης πραγματοποιήθηκε στις αρχές του έτους, αλλιώς το επόμενο έτος, δηλαδή το 2019.

Εφόσον στην συνέχεια ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, αυτή θα λάβει δικάσιμο τουλάχιστον ένα έτος μετά την κατάθεσή της. Εφόσον δε, δικαστεί κατά την ορισθείσα ημερομηνία και δεν αναβληθεί, η απόφαση θα εκδοθεί από το Εφετείο τουλάχιστον τον επόμενο χρόνο από την εκδίκαση, δηλαδή το 2020-2021…

Βεβαίως, στον ανωτέρω προβλεπόμενο χρόνο δεν έχουν υπολογιστεί τυχόν άλλες αναβολές, ματαιώσεις λόγω απεργίας δικηγόρων, δικαστών ή δικαστικών υπαλλήλων, κωλυσιεργία του δικαστηρίου προς έκδοση απόφασης, άσκηση και άλλων ενδίκων μέσων κλπ..

Συνοψίζοντας, αν υποθετικά ένας ενδιαφερόμενος προσφύγει στα τακτικά δικαστήρια προκειμένου να διεκδικήσει απαίτηση ύψους περίπου 300.000 ευρώ, θα πρέπει να καταβάλει χρηματικό ποσό το λιγότερο 15.819 ευρώ, ενώ η τελική απόφαση επί της απαιτήσεως του προβλέπεται να εκδοθεί τουλάχιστον έξι χρόνια μετά.        

Στην περίπτωση που η ίδια περίπτωση υπαγόταν στην διαιτητική διαδικασία η προκύπτουσα διαφορά στον χρόνο και το κόστος είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Συγκεκριμένα το συνολικό κόστος για υποθετική αξία διαφοράς περίπου 300.000 ευρώ, πρόκειται να ανέλθει το πολύ στο ποσό των 3.000 ευρώ, ποσό το οποίο αφορά τα δικαιώματα διαιτησίας του Επιμελητηρίου.

Ο προβλεπόμενος δε, χρόνος για την έκδοση αποφάσεως από την πρώτη δικάσιμο ανέρχεται μόλις στους τρεις μήνες.  Από το παραπάνω αναλυτικό παράδειγμα αβίαστα καταλήγει κανείς στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η διαιτητική διαδικασία παρέχει πολύ μεγαλύτερη οικονομία σε χρόνο και χρήμα σε σχέση με την τακτική διαδικασία. 

*Η κυρία Μαρία Τσιλιάκου είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο εμπορικό δίκαιο, διαιτήτρια του Ε.Β.Ε.Α., tsiliakou@tsiliakou.grwww.tsiliakou.gr