Η εκτίναξη της μετοχής της Shopify “γεννά” νέους δισεκατομμυριούχους

    Από: Startup Team

Προσφάτως, στην “Αίθουσα της Δόξας” των “επενδυτών αγγέλων” προστέθηκαν δύο ακόμη ονόματα. Πρόκειται για ένα ελάχιστα γνωστό ζευγάρι από το Τορόντο, έκαστος εκ των οποίων έχει περιουσία ύψους 1 δισ. δολαρίων, χάρη σε μια μικρή επένδυση που πραγματοποίησαν πριν από 13 χρόνια στη Shopify, μια πλατφόρμα λογισμικού που βοηθά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να λανσάρουν και να διαχειρίζονται τα δικά τους ηλεκτρονικά καταστήματα.

Ο John Phillips, ένας 68χρονος συνταξιούχος δικηγόρος, και η σύζυγός του Dr Cathy Phillips, ψυχολόγος που ειδικεύεται στη στήριξη ασθενών με καρκίνο, μέσω της επένδυσής τους ύψους 750.000 δολαρίων στη Shopify πριν από χρόνια, έχουν δημιουργήσει πλέον μια περιουσία 2 δισ. δολαρίων απλώς και μόνο διατηρώντας τη θέση τους στην εταιρεία. Έτσι, προστέθηκαν στη λίστα με τους άλλους δισεκατομμυριούχους που έχει “αναδείξει” η Shopify, όπως ο συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Tobias Lutke (με καθαρή περιουσία 4,2 δισ. δολαρίων), και ο πεθερός του, Bruce McKean (περιουσία 1,4 δισ. δολαρίων). Ο συνιδρυτής της Shopify, Scott Lake ανήκει πιθανότατα και αυτός στην ίδια κατηγορία (σ.σ. των δισεκατομμυριούχων), εφόσον έχει διακρατήσει τουλάχιστον το ήμισυ των μετοχών που κατείχε την εποχή που η εταιρεία πραγματοποίησε την αρχική δημόσια προσφορά της. Όσον αφορά τον τρίτο συνιδρυτή της Shopify, Daniel Weinand, ο οποίος εισήλθε στην εταιρεία λίγο αργότερα, δεν φαίνεται να κατέχει αρκετές μετοχές ώστε να εξασφαλίσει το πολυπόθητο “εισιτήριο” για το κλαμπ.

Όλοι τους πάντως είναι σίγουρα υπέρ του δέοντος κερδισμένοι από τη εντυπωσιακή άνοδο της μετοχής, που έχει τριαντακονταπλασιαστεί σε σχέση με την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η αρχική δημόσια προσφορά της το 2015. Η εταιρεία σήμερα έχει κεφαλαιοποίηση ύψους 60 δισ. δολαρίων, γεγονός που την καθιστά την έβδομη πολυτιμότερη εταιρεία του Καναδά, ξεπερνώντας εταιρείες όπως η Canadian Pacific Railway και η Thomson Reuters. Η Shopify έχει εξελιχθεί όμως σε “μηχανή παραγωγής εκατομμυρίων” και για τους 5.000 υπαλλήλους της, οι οποίοι μέσω των προγραμμάτων διάθεσης μετοχών της εταιρείας έχουν αποκτήσει τίτλους αξίας 2,2 δισ. δολαρίων. Επειδή μάλιστα η εκρηκτική ανόδός της στο ταμπλό αποτελέσε αποροσανατολιστικό παράγοντα για τους εργαζομένους στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, έχει πλέον οριστεί “ποινή” για όποιον πιαστεί στα πράσα να παρακολουθεί μετά μανίας την τιμή της μετοχής στο ταμπλό, και αυτή είναι να κεράσει ντόνατς από την αλυσίδα Tim Hortons όλα τα μέλη της ομάδας του.

Η εκτίναξη της μετοχής της Shopify "γεννά" νέους δισεκατομμυριούχους
Αψηφά τη “βαρύτητα”
Από την αρχική δημόσια προσφορά της, τον Μάιο του 2015, οι μετοχές της Shopify έχουν εκτιναχθεί κατά 1.700%, έναντι ανόδου 390% για την Amazon και 50% για το δείκτη S&P 500.

Η “γέννηση” της Shopify

Οι “ρίζες” της Shopify φτάνουν πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και συγκεκριμένα στο 2002, τότε που ο Lutke πραγματοποίησε μια εξόρμηση για snowboard στο χιονοδρομικό κέντρο Whistler έξω από το Βανκούβερ, όπου γνώρισε τη σημερινή σύζυγό του, Fiona McKean. Η Fiona ήταν ο λόγος που ο Lutke έναν χρόνο αργότερα εγκατέλειψε οριστικά την πατρίδα του, τη Γερμανία, και να μετακομίσει στη χιονισμένη Οτάβα του Καναδά, ώστε να είναι μαζί της. Τότε αποφάσισε να ιδρύσει ένα διαδικτυακό κατάστημα παροχής εξοπλισμού snowboard, με έναν φίλο της οικογένειας McKean, τον Scott Lake. Ωστόσο, οι δύο συνεταίροι πολύ γρήγορα απογοητεύτηκαν από τις “φτωχές” εφαρμογές λογισμικού που κυκλοφορούσαν στην αγορά και που οι ίδιοι χρειάζονταν για τη διαχείριση του ιστότοπού τους. Ο Lutke τότε σκέφτηκε ότι και άλλοι επιχειρηματίες θα αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα. Έτσι, το 2004, οι δύο συνεταίροι δημιούργησαν τη Shopify, με στόχο να παρέχουν λογισμικό σε άλλες μικρές επιχειρήσεις που ήθελαν να δημιουργήσουν την υποδομή ώστε να πωλούν τα προϊόντα τους στο διαδίκτυο.

Εκείνη την εποχή, οι εταιρείες μπορούσαν να πωλήσουν τα προϊόντα τους μέσω του eBay ή της Amazon, που κρατούσαν μια προμήθεια για κάθε πώληση, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να φτάσουν απευθείας στους διαδικτυακούς καταναλωτές. Ο Lutke λοιπόν αποφάσισε να δημιουργήσει μια πλατφόρμα που θα εξυπηρετούσε τόσο τις παραδοσιακές επιχειρήσεις λιανεμπορίου όσο και την αναδυόμενη γενιά επιχειρηματιών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μέσω της πλατφόρμα του παρέχει τους επιχειρηματίες τα εργαλεία που χρειάζονται ώστε να δημιουργήσουν γρήγορα το δικό τους ηλεκτρονικό κατάστημα, να διεκπεραιώνουν οικονομικές συναλλαγές, να εκτελούν παραγγελίες, να διαχειρίζονται τα αποθέματά του, ακόμη και να διαφημίζονται. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται έναντι μηνιαίας αμοιβής που κυμαίνεται από 29 έως και 299 δολάρια.

Οι “άγγελοι επενδυτές”

Προτού αναζητήσει χρηματοδότηση από venture capitals για να μεγεθύνει την επιχείρησή του, ο Lutke απευθύνθηκε στον άγγελο επενδυτή John Phillips, στο Τορόντο. Ο Phillips είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του δουλεύοντας ως δικηγόρος για επιχειρήσεις, εργαζόμενος αρχικά στη δικηγορική εταιρεία Blake, Cassels & Graydon και στη συνέχεια ως γενικός σύμβουλος στην τηλεπικοινωνιακή εταιρεία Clearnet Communications, η οποία αγοράστηκε από την ομοειδή Telus του Βανκούβερ το 2000 έναντι 3,1 δισ. δολαρίων. Ο Phillips ανακάλυψε τη Shopify το 2007, στο πλαίσιο της δεύτερης κίνησής του ως “άγγελος επενδυτής”, όταν ο επικεφαλής τεχνολογίας μίας εκ των εταιρειών του χαρτοφυλακίου του υπερηφανεύτηκε πόσο εύκολο στη χρήση ήταν το λογισμικό που χρησιμοποιούσε.

Ο Phillips επένδυσε αρχικά στη Shopify 250.000 δολάρια. “Με κέρδισε το γεγονός ότι το λογισμικό είχε ‘χτιστεί’ με βάση τις άμεσες, πρακτικές ανάγκες της Snow Devil” (σ.σ. το διαδικτυακό κατάστημα snowboard του Lutke), σημειώνει ο Phillips. Θυμάται δε ότι κατά τις πρώτες συναντήσεις του με τον Lutke, τον είχε “εντυπωσιάσει η οξύνοια, η ξεκάθαρη, βαθιά σκέψη και ανάλυση” του νεαρού επιχειρηματία.

Μέχρι το 2009 ο Phillips επένδυσε επιπλέον 500.000 δολάρια στη Shopify, ενώ το 2010 έλαβε και μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, ενθαρρύνοντας τον Lutke να παραμείνει στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου. Η αποτίμηση της Shopify εκτινάχθηκε από τα 3 εκατ. δολάρια που ήταν το 2007, όταν για πρώτη φορά επένδυσε ο Phillips στην εταιρεία, στο 1,3 δισ. δολάρια το 2015, οπότε και εισήχθη στο χρηματιστήριο.

Ο ίδιος και η σύζυγός πώλησαν περίπου 1 εκατ. μετοχές ή το 20% της συμμετοχής τους στην Shopify, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, έναντι ποσού περίπου 70 εκατ. δολαρίων προ φόρων. Ωστόσο, έχουν διακρατήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών τους και εξακολουθούν να κατέχουν από κοινού 4 εκατ. μετοχές της Shopify, μέσω της επενδυτικής εταιρείας Klister Credit Corp. που έχουν συστήσει, η αξία των οποίων με βάση την τιμή κλεισίματος της μετοχής στις 24 Φεβρουαρίου ανέρχεται στο ποσό των 2 δισ. δολαρίων.

Οι Phillips μοιράζουν σήμερα τον χρόνου τους μεταξύ του Τορόντο και της μικρής παραθαλάσιας πόλης Φλάτροκ, στη νήσο Νέα Γη. Ο John εγκατέλειψε τον ρόλο του “άγγελου επενδυτή”, αφού πρώτα υποστήριξε περίπου 50 νεοφυείς επιχειρήσεις πρώιμου σταδίου, ωστόσο η Cathy συνεχίζει να δουλεύει με ασθενείς με καρκίνο, μέσω ομάδων υποστήριξης, ενώ εξέδωσε και ένα βιβλίο.

Και οι υπόλοιποι όμως που στήριξαν τη Shopify στα πρώτα της βήματα έχουν εξασφαλιστεί. Ο πεθερός του Lutke, συνταξιούχος διπλωμάτης που υπηρέτησε σε Ινδία και Αίγυπτο, σήμερα παρέχει φιλανθρωπικό έργο και μετέχει στα διοικητικά συμβούλια αρκετών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων. Όσον αφορά τους συνιδρυτές της Shopify, Scott Lake και Daniel Weinand, αφότεροι έχουν αποχωρήσει από την εταιρεία εδώ και μερικά χρόνια. Ο Lake διευθύνει σήμερα τη δική του εταιρεία venture capital, τη Hello Venture, ενώ ο Weinand περνά τον χρόνο του συνθέτοντας μουσική και παίζοντας πόκερ.

Πολλοί ακόμη απλοί επενδυτές έκαναν την τύχη τους με τη Shopify. Αρκεί να σημειωθεί ότι μια επένδυση ύψους 1.000 δολαρίων στην εταιρεία την εποχή της εισαγωγής της στο χρηματιστήριο, σήμερα αποτιμάται σε 28.000 δολάρια.

Η Shopify σήμερα

Ωστόσο, οι επενδυτές πρέπει να είναι προσεκτικοί. Κι αυτό γιατί η Shopify είναι σήμερα μία από τις πλέον υπερτιμημένες μετοχές της αγοράς. Η ζημιογόνος ακόμη εταιρεία διαπραγματεύεται με δείκτη τιμή/πωλήσεις (κεφαλαιοποίηση προς ετήσιες πωλήσεις) 36 φορές, έναντι 7 φορών που είναι ο αντίστοιχος δείκτης για άλλες εταιρείες λογισμικού και μόλις 2 φορών που είναι ο αντίστοιχος λόγος για τον δείκτη S&P 500.

Σήμερα, οι μεγαλύτεροι υποστηρικτές της εταιρείας είναι τα funds που εστιάζουν σε επιχειρήσεις με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που προς το παρόν προσελκύονται από το γεγονός ότι εκατομμύρια οικογενειακές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο δεν έχουν συνδεθεί ακόμη στο διαδίκτυο. “Μακροπρόθεσμα η αγορά είναι ουσιαστικά απεριόριστη”, σημειώνει ο Joseph Dennison, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της Zevenbergen Capital Investments, ο οποίος επένδυσε για πρώτη φορά στην εταιρεία το 2016.

Ήδη, περισσότερες από 1 εκατ. επιχειρήσεις χρησιμοποιούν το λογισμικό της Shopify και συνεχώς αυξάνονται, ενώ στο πελατολόγιό της περιλαμβάνονται εταιρείες όπως η Kylie Cosmetics, της νεότερης αυτοδημιούργητης δισεκατομμυριούχου στον κόσμο Kylie Jenner, η η εταιρεία υποδημάτων από βιώσιμα υλικά Allbirds, η φίρμα τσαντών LeSportsac και η εταιρεία πώλησης τσαγιού Matcha, Laird Superfoods, καθώς γνωστά brands όπως η Heineken, η General Mills και η KitchenAid.

Το 2019, οι επιχειρήσεις αυτές πραγματοποίησαν ακαθάριστες πωλήσεις ύψους 61 δισ. δολαρίων χρησιμοποιώντας την υπηρεσία της Shopify, εξασφαλίζοντας έσοδα ύψους 1,6 δισ. δολ. για την εταιρεία, αυξημένα κατά 47% σε ετήσια βάση.

Ωστόσο, παρά την αύξηση αυτή, η εταιρεία δεν έχει καταφέρει ακόμη να εμφανίσει κέρδη σε ετήσια βάση, ενώ αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό από πλατφόρμες όπως η Amazon και το eBay – για να μην αναφερθούν οι δυνητικοί νεοεισερχόμενοι στην αγορά, όπως το Instagram και η Square.

“Η Amazon προσπαθεί να οικοδομήσει μια αυτοκρατορία”, δήλωσε πρόσφατα ο Lutke στους ακολούθους του στο Twitter, προσθέτοντας: “Η Shopify προσπαθεί να οπλίσει τους ‘αντάρτες’” (σ.σ. εννοώντας τις μικρές ανεξάρτητες επιχειρήσεις).

Πηγή: Capital.gr