Οι ΗΠΑ θα σώσουν την παγκόσμια ανάπτυξη το 2020

    Από: Startup Team

Για να αποφευχθεί η ύφεση στις ΗΠΑ το 2020, τα νοικοκυριά πρέπει να συνεχίσουν να δαπανούν, η ειρήνη πρέπει να επικρατήσει στους παγκόσμιους εμπορικούς πολέμους και οι επενδυτές δεν θα πρέπει να τρομοκρατηθούν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή από οτιδήποτε άλλο. Θα βοηθούσε, επίσης, εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και την Κίνα συνέβαλαν και αυτοί στο να προωθήσουν την ανάπτυξη, αν και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους είναι περιορισμένα.

Είναι πιθανό να συμβούν όλα αυτά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Bloomberg Economics προβλέπει ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα “τρέξει” με ρυθμό 2% το 2020, καθώς η οικονομική μεγέθυνση-ρεκόρ των ΗΠΑ κλείνει 11 χρόνια τον Ιούνιο. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, τα μοντέλα των εκλογών που εστιάζουν αποκλειστικά στη δύναμη της εγχώριας οικονομίας προβλέπουν μια νίκη για τον Donald Trump τον Νοέμβριο. Εξάλλου, τα πραγματικά εισοδήματα αυξάνονται και η ανεργία μειώνεται στο μικρότερο ποσοστό των τελευταίων 50 ετών.

Αλλά οι κίνδυνοι αφθονούν. Η ανάπτυξη 2% θα ήταν ο βραδύτερος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης από την εκλογή του Trump. Αυτή η ανάκαμψη των ΗΠΑ είναι ήδη η μακρύτερη περίοδος συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης από το 1854. Ίσως αυτό συνεχιστεί για ένα ακόμη έτος, αλλά ίσως και όχι.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην παγκόσμια οικονομία είναι εξολοκλήρου δημιούργημα του Trump: το εμπόριο. Μελέτες σχετικά με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις άρχισαν να δείχνουν πτωτικά σημάδια από τότε που ο πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκίνησε τις εμπορικές αψιμαχίες με την Κίνα στις αρχές του 2018. Η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης και των επενδύσεων οδήγησε σε μια “συνολικά συγχρονισμένη επιβράδυνση”, σύμφωνα με την Kristalina Georgieva, τη νέα διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, λόγω της πτώσης της παγκόσμιας παραγωγής και του εμπορίου. Περίπου το 90% των οικονομιών, παγκοσμίως, αναπτύχθηκε με βραδύτερο ρυθμό το 2019 από ό,τι το 2018 και η συνολική ανάπτυξη ήταν η ασθενέστερη της τελευταίας δεκαετίας.

Το ΔΝΤ αναμένει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι λίγο ισχυρότερη το 2020, σε μεγάλο βαθμό χάρη στις οικονομίες αναδυόμενων αγορών όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Ρωσία που παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα συγκριτικά με το 2019. Ωστόσο, η Georgieva χαρακτηρίζει τις παγκόσμιες προοπτικές “επισφαλείς” και προβλέπει ότι οι εμπορικές εντάσεις θα μειώσουν την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 0,8% –700 δισ. δολάρια– μέχρι το τέλος του 2020. Να σημειωθεί ότι αυτό είναι περίπου το μέγεθος ολόκληρης της ελβετικής οικονομίας.

Ο Trump έχει επιβάλει τώρα δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 360 δισ. δολαρίων. Αν και το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει περισσότερο από το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών της Κίνας προς τις ΗΠΑ, αποτελεί μόνο περίπου το 2,5% της οικονομίας της Κίνας και ένα μικρό κομμάτι του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου. Πώς οι δασμοί σε αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής έχουν τόσο σοβαρές συνέπειες; Μια λέξη: αβεβαιότητα.

Δεν είναι οι δασμοί που προκαλούν τη ζημιά, είναι ο φόβος ότι οι κανόνες υπό τους οποίους λειτουργεί το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα εδώ και δεκαετίες μπορεί να μην έχουν πια νόημα.

“Το ρίσκο που αντιλαμβάνονται οι επενδυτές στις επιχειρηματικές επενδύσεις ως αποτέλεσμα της πολιτικής αβεβαιότητας είναι κατά πάσα πιθανότητα αρκετά μεγάλο στις ΗΠΑ για να υπερνικήσει τη μείωση των εταιρικών φόρων”, λέει ο Glenn Hubbard, καθηγητής στο Columbia Business School, ο οποίος ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του George W. Bush. “Η επίδραση στις αλυσίδες επενδύσεων και εφοδιασμού είναι πραγματική και επιβλαβής”.

Αυτό είναι πρόβλημα, επειδή στη μεταπολεμική περίοδο, η διαφορά μεταξύ των μεσαίας διάρκειας ανακάμψεων των ΗΠΑ και των πολύ μεγάλης διάρκειας, βρισκόταν ακριβώς στην έκρηξη επενδύσεων από ιδιώτες στα μεταγενέστερα στάδια, που συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγικότητας και έδιναν “πνοή” στην οικονομία. Αυτό είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβεί όταν ο ρυθμός ανάπτυξης των επιχειρηματικών επενδύσεων επιβραδύνεται από τότε που ξεκίνησαν οι εμπορικοί πόλεμοι. Οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2018 ήταν 6,9% υψηλότερες από το προηγούμενο έτος. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι αυξήθηκαν μόνο κατά 2,6% τους τελευταίους 12 μήνες.

Ο Trump αρέσκεται να λέει ότι η Κίνα “την πληρώνει” για τον εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι καταναλωτές επιβαρύνονται περισσότερο. Όμως, οι μεγαλύτεροι χαμένοι οικονομικά μέχρι στιγμής ήταν χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, οι οποίες επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και εξαρτώνται από το παγκόσμιο εμπόριο. Η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε στο τρίτο τρίμηνο του 2019 και στις δύο χώρες συγκριτικά με έναν χρόνο πριν.

Το Bloomberg Economics αναμένει ότι η Γερμανία θα κλείσει το 2019 με ύφεση και θα επιτύχει ανάπτυξη μόλις 0,4% το 2020, ποσοστό μικρότερο από το μισό από τις προβλέψεις για την Ευρωζώνη στο σύνολό της. Εκτός από τις ανησυχίες σχετικά με το εμπόριο, η οικονομία της Ιαπωνίας θα υποστεί το 2020 και τις αρνητικές επιπτώσεις από την πολυαναμενόμενη αύξηση του εθνικού φόρου επί των πωλήσεων, ο οποίος αναμένεται να ξεκινήσει στα τέλη Οκτωβρίου. Το Bloomberg Economics εκτιμά ότι η Ιαπωνία θα αποφύγει την ύφεση – αλλά οριακά, με την οικονομία να αναπτύσσεται κατά 0,2% το 2020.

Υπήρξαν δύο ακόμη παγκόσμιες επιβραδύνσεις της παραγωγής από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση: η πρώτη το 2012, κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη και η δεύτερη το 2015, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Το 2012, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε δράση, κατακλύζοντας το τραπεζικό σύστημα με φτηνή ρευστότητα, ενώ υποσχέθηκε να κάνει “οτιδήποτε χρειαστεί”. Αυτό που βοήθησε την παγκόσμια οικονομία το 2015 ήταν εν μέρει μια τεράστια ένεση ρευστότητας από την Κίνα.

Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι κινεζικές αρχές βρίσκονται σήμερα στο προσκήνιο, αλλά είναι απίθανο να έχουν τον ίδιο αντίκτυπο.

Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη –όπως επισήμανε ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Mario Draghi– είναι ότι η νομισματική πολιτική φτάνει στα όρια των δυνατοτήτων της. Τα επιτόκια είναι ήδη αρνητικά για τρισεκατομμύρια δολάρια ομολόγων, που σημαίνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν τους δανειολήπτες για το προνόμιο του δανεισμού τους. Η ΕΚΤ περιέκοψε τα επιτόκια και πάλι τον Οκτώβριο και συμφώνησε να επανεκκινήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης – δηλαδή, να αγοράζει ομόλογα για να διατηρήσει τις τιμές υψηλές και τα επιτόκια χαμηλά. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής της ΕΚΤ είναι βαθιά διχασμένοι ως προς την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι παραμορφώνουν τόσο πολύ τις χρηματοπιστωτικές αγορές, που τελικά επιδεινώνουν την κατάσταση.

Σε αυτό που συμφωνούν περισσότερο είναι ότι οι κυβερνητικές δαπάνες θα αποτελούσαν έναν πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά οι χώρες που μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις δαπάνες δεν είναι οι χώρες των οποίων η οικονομία χρειάζεται περισσότερη ώθηση, ούτε οι χώρες των οποίων οι πολιτικοί είναι οι πιο πρόθυμοι να δαπανήσουν χρήματα. Το Bloomberg Economics αναμένει μια μέτρια χαλάρωση των προϋπολογισμών της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, το 2020. Κάτι τέτοιο είναι απίθανο να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στην ανάπτυξη.

Αυτό στον οποίο διαφέρει το 2020 είναι ότι η ευρωπαϊκή πολιτική δεν αναμένεται, για ακόμη μία φορά, να επιδεινώσει την παγκόσμια οικονομική κατάσταση. Μόλις πριν από λίγους μήνες, η Ιταλία φαινόταν ότι θα έχει κυβέρνηση με επικεφαλής τον λαϊκιστή, Matteo Salvini, ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει συγκρούσεις. Με την ανάδειξη του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στην Ιταλία, οι επενδυτές έδειξαν την ανακούφισή τους μειώνοντας το κόστος δανεισμού της ιταλικής κυβέρνησης σε νέα χαμηλά επίπεδα.

Το Brexit –τουλάχιστον για την ώρα– μοιάζει λιγότερο τρομακτικό συγκριτικά με πριν από μερικούς μήνες. Η έγκριση του Κοινοβουλίου στη συμφωνία του πρωθυπουργού, Boris Johnson, με τις Βρυξέλλες βάζει τέλος στον κίνδυνο να φύγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία το 2020. Επίσης, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο ύφεσης για το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στον υπόλοιπο κόσμο, ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan είναι αποφασισμένος να ενισχύσει την τουρκική ανάπτυξη και είναι πρόθυμος να απορρίψει οποιαδήποτε ορθόδοξη οικονομική σκέψη για να φτάσει εκεί. Πιστεύει, για παράδειγμα, ότι η μείωση των επιτοκίων μπορεί να μειώσει τον πληθωρισμό. Αυτό οδήγησε σε μια νομισματική κρίση το 2018. Οι επενδυτές θα μπορούσαν να αποστασιοποιηθούν και πάλι από τη χώρα αν η κυβέρνηση καταφύγει σε μη βιώσιμες πολιτικές για να επιτύχει τον υπερβολικά υψηλό στόχο ανάπτυξης της τάξης του 5% για το 2020-2022. Η οικονομία δεν αναπτύχθηκε καθόλου το 2019.

Θα μπορούσε η Κίνα να συμβάλλει στην παγκόσμια ανάπτυξη; Μπορεί να βοηθήσει, αλλά όχι στον βαθμό που το έκανε το 2016 και το 2017. Το Bloomberg Economics αναμένει ότι η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 5,6% το 2020, το χαμηλότερο ποσοστό μετά την έναρξη των μεταρρυθμίσεων της αγοράς στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Οι κινεζικές αρχές αναλαμβάνουν δράση για την υποστήριξη της οικονομίας. Αλλά ο στόχος τους είναι να αποφευχθεί μια απότομη επιβράδυνση, όχι να καταφέρουν να επιστρέψει η ανάπτυξη στις προηγούμενες τιμές. Είναι απρόθυμοι να αφήσουν να εισρεύσει πολύ φθηνό χρήμα σε κρατικές τράπεζες και εταιρείες που είναι ήδη φορτωμένες με χρέη. Είναι επίσης επιφυλακτικοί για τη χρήση όλων των “όπλων” τους, τη στιγμή που επικρατεί τόσο μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά το πόσο μεγάλη ζημιά θα μπορούσε να υποστεί η χώρα από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ.

Εάν νομίζετε ότι αυτό ακούγεται ανησυχητικό, δεν είστε οι μόνοι. Αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν έναν μεγάλο άσο στο μανίκι τους: τον Αμερικανό καταναλωτή. “Δεν μπορώ να σκεφτώ εποχή που οι καταναλωτές των ΗΠΑ να ήταν σε καλύτερη κατάσταση”, δήλωσε ο κυβερνήτης της Federal Reserve Richard Clarida τον Σεπτέμβριο. Τα επίπεδα χρέους σε σχέση με το εισόδημα είναι τα χαμηλότερα σε 40 χρόνια, το ποσοστό αποταμίευσης είναι υψηλό και οι πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται με ρυθμό σχεδόν 3%.

Οι υφέσεις τείνουν να αιφνιδιάζουν τους οικονομολόγους, και αυτές που προβλέπουν συχνά δεν γίνονται πραγματικότητα. Πριν από λίγα χρόνια, πολλοί οικονομολόγοι κύκλωσαν το 2020 στο ημερολόγιό τους ως πιθανή χρονιά ύφεσης. Ο Mark Zandi, επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s Analytics Inc., προειδοποίησε στις αρχές του 2018 ότι το 2020 “είναι το πραγματικό σημείο καμπής… Θα χρειαστεί πραγματικά καλή χάραξη πολιτικής και τύχη για να αποφευχθεί η ύφεση”. Τότε, ο Carl Riccadonna, επικεφαλής οικονομολόγος του Bloomberg LP, προέβλεψε επίσης ότι η οικονομία το 2020 μπορεί να είναι “έτοιμη για μια ανώμαλη πορεία”.

Δεδομένου ότι τα επιτόκια των ΗΠΑ δεν βρίσκονται πλέον τόσο χαμηλά και η επενδυτική “έξαψη” από τις φορολογικές περικοπές του Trump εξαντλήθηκε, ο φόβος ήταν ότι η ανάκαμψη θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν “τοίχο”. Αντ’ αυτού, έχει βρεθεί σε μια “πυκνή ομίχλη” πολιτικής αβεβαιότητας που καθιστά δύσκολο για τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν σχέδια για το μέλλον. Όμως, ο ιδιωτικός τομέας εξακολουθεί να προσθέτει θέσεις εργασίας και το 80% σχεδόν της αμερικανικής οικονομίας που δεν συνδέεται με την παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται σημαντικά.

Η επιχειρηματική κοινότητα μπορεί να τρομάζει από τους εμπορικούς πολέμους του Trump, αλλά μέχρι στιγμής τα αμερικανικά νοικοκυριά δεν φαίνεται να νιώθουν το ίδιο. Όσο αυτή η κατάσταση παραμένει, οι ΗΠΑ θα αποφεύγουν την ύφεση το 2020. Αλλά δεν υπάρχει περιθώριο για λάθη.

Πηγή: Capital.gr