Featured

Το εμπορικό σήμα ως περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης: οι αριθμοί, η προστασία και δύο προτάσεις

Ι. Έχει κάποια αξία το σήμα;

Τι σχέση μπορεί να έχουν τα ΑΕΠ της Ελβετίας, της Ουγγαρίας και του Λουξεμβούργου, με τα εμπορικά σήματα των εταιρειών Amazon, Apple και Google; Τόσο το άθροισμα των μεν, όσο και των δε, ανέρχεται στα 934 δισεκατομμύρια δολάρια[1].

Η σημασία των εμπορικών σημάτων – ιδίως στη σύγχρονη οικονομία – είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο ίσως νομίζουμε. «Μιλώντας» με αριθμούς, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του EUIPO (European Union Intellectual Property Office – Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) σε συνεργασία με τον EPO (European Patent Office – Ευρωπαϊκό Γραφείο ∆ιπλωµάτων Ευρεσιτεχνίας), επιχειρήσεις οι οποίες επενδύουν σε δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (τέτοιο είναι και το σήμα) παρουσιάζουν έσοδα ανά υπάλληλο (revenue per employee ratio) αυξημένα κατά 55%.

Οι λόγοι για τους οποίους το σήμα είναι ωφέλιμο για μία επιχείρηση ποικίλουν. Είναι βέβαιο ότι η κατοχύρωση ένδειξης διασφαλίζει τη δημιουργία και τη διατήρηση ορισμένης σύνδεσης με το καταναλωτικό κοινό. Εξάλλου και η ίδια η επιχείρηση, γνωρίζοντας ότι στο εξής αποκτά αποκλειστικό δικαίωμα στο συγκεκριμένο σήμα – επί του οποίου αναγκαία θα «ενσωματωθούν» οι δαπάνες αλλά και εν γένει η πρόοδός της – δρα όχι μόνο με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και με ένα πρόσθετο κίνητρο για τη συνεχή βελτίωσή της. Πολύ παραστατική είναι η φράση που έχει διατυπωθεί στην επιστήμη, όπου γίνεται λόγος για «κατοχύρωση της επιχειρηματικής επίδοσης». Όπως άλλωστε σημειώνεται και στην αιτιολογική έκθεση του νέου νόμου για το εμπορικό σήμα (ν. 4679/2020) «η έλλειψη επαρκούς νομικής προστασίας για τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας συνιστά αντικίνητρο για την έρευνα, αφού χωρίς αυτήν κανένας δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί οικονομικά την καινούργια γνώση που δημιουργεί και γι’ αυτό δεν έχει κίνητρο για να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία».

Έτσι, υπό το πρίσμα και των ανωτέρω διαπιστώσεων, παρίσταται δικαιολογημένη η ιδιαίτερη μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι επιχειρήσεις για τη διαφύλαξη των εμπορικών σημάτων τους από ενδεχόμενες προσβολές.

Με τον όρο «προσβολή του σήματος» εννοούμε, για παράδειγμα, την περίπτωση στην οποία έχει καταχωρισθεί συγκεκριμένη ένδειξη ως σήμα – προοριζόμενη να διακρίνει συγκεκριμένα προϊόντα – και παρά ταύτα τρίτος θέτει σε κυκλοφορία τα ίδια αγαθά, φέροντα την ίδια ένδειξη (πρόκειται για την περίπτωση των προϊόντων «μαϊμού»-counterfeit products) ή ακόμα και την περίπτωση στην οποία ένδειξη και προϊόντα είναι απλώς παρεμφερή (π.χ. ελαφρώς διαφορετικά προϊόντα, με ελαφρώς διαφορετική ένδειξη), πλην όμως ικανά – λαμβανομένων υπ’ όψιν και λοιπών κριτηρίων – να προκαλέσουν σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευση του αγαθού από συγκεκριμένη επιχείρηση. Πρόκειται για χαρακτηριστικές περιπτώσεις προσβολής του σήματος˙ όχι όμως και για τις μόνες. Όταν μάλιστα πρόκειται για σήμα φήμης (έτσι αποκαλούμε τα σήματα με μεγάλη αναγνωρισιμότητα), οι περιπτώσεις προσβολής επεκτείνονται ακόμα περισσότερο.

Η προστασία μπορεί να παρασχεθεί προληπτικά, δικαστικά, εξώδικα ή ακόμα και με μονομερείς ενέργειες[2].

ΙΙ. Το Ideas Powered for Business SME Fund

Γενικά τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας – σε αυτά συγκαταλέγεται και το εμπορικό σήμα – καταλαμβάνουν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία ανάπτυξης μίας επιχείρησης. Ιδίως επιχειρήσεις οι οποίες στοχεύουν σε δυναμική είσοδο σε ορισμένη αγορά, διευκολύνονται σημαντικά εάν επενδύσουν στην εικόνα τους (έτσι εξάλλου εμφανίζονται στο στίβο του ανταγωνισμού), διαφυλάσσοντας παράλληλα ότι κανείς τρίτος δε θα την προσβάλλει. Παράλληλα, η εξασφάλιση αποκλειστικών δικαιωμάτων χρήσης παρέχει ένα ασφαλές περιβάλλον για ανάπτυξη και σχεδιασμό επιχειρηματικών δράσεων. Ακόμα όμως και για σκοπούς χρηματοδότησης, η καταχώριση εμπορικού σήματος δεν είναι αδιάφορη.

Αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα – και με τις δυσμενείς συνέπειες από την πανδημία του κοροναϊού να πιέζουν – η Ε.Ε. έχει ήδη ξεκινήσει πρόγραμμα επιδότησης δράσεων διανοητικής ιδιοκτησίας, εστιάζοντας σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Το «Ideas Powered for Business SME Fund» είναι ένα πρόγραμμα επιχορηγήσεων ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ που δημιουργήθηκε με στόχο να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) να έχουν πρόσβαση στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (π.χ. με παροχή έκπτωσης 50% στα βασικά τέλη αίτησης σημάτων της ΕΕ και εθνικών σημάτων αλλά και σχεδίων και υποδειγμάτων). Για το 2021 έχουν προκηρυχθεί 5 χρονικοί περίοδοι (κύκλοι) μέσα στους οποίους υποβάλλονται οι προτάσεις από τους υποψήφιους επωφελούμενους. Ο επόμενος διαθέσιμος κύκλος (περίοδος 3) εκκινεί την 1.5.2021 και ολοκληρώνεται την 31.5.2021. Οι αιτούντες πρόκειται να λάβουν ειδοποίηση για τις αποφάσεις επιχορήγησης σε περίπτωση θετικής έκβασης εντός Ιουνίου-Ιουλίου.

Σύμφωνα με τον Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς Thierry Breton, σκοπός της δράσης είναι η κεφαλαιοποίηση των καινοτομιών και της δημιουργίας, οι οποίες αναμένεται να βοηθήσουν στην επάνοδο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κοντά σε αυτά, σημειώνουμε ότι ήδη παρέχεται η δυνατότητα για δωρεάν εξατομικευμένη υποστήριξη από ειδικούς σε θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας σε Μικρές και Μεσαίες επιχειρήσεις (Intellectual Property Pro Bono Services to Small and Medium Enterprises-SMEs)

ΙΙΙ. Και αν δεν καταχωρίσω;

Κάτι το οποίο δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το εξής: το γεγονός ότι μία ένδειξη δεν έχει καταχωρισθεί ως σήμα, δε σημαίνει και ότι δεν απολαμβάνει οποιασδήποτε προστασίας. Πράγματι, μία ένδειξη δεν προστατεύεται μόνο ως σήμα˙ προστατεύεται και ως – όπως αποκαλείται στη νομική επιστήμη – απλό «διακριτικό γνώρισμα». Η βασική διαφορά εντοπίζεται στο ότι προϋπόθεση για την προστασία αυτή, επειδή ακριβώς στην περίπτωση του απλού διακριτικού γνωρίσματος ελλείπει η καταχώριση, αποτελεί η «καθιέρωση στις συναλλαγές». Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, καθιέρωση (ή επικράτηση) στις συναλλαγές εντοπίζεται όταν ένα, όχι ασήμαντο, μέρος των συναλλακτικών κύκλων εκτιμά ότι η συγκεκριμένη ένδειξη διακρίνει ορισμένη επιχείρηση.

Με απλά λόγια, ακόμα και αν η ένδειξη δεν καταχωρισθεί στο μητρώο σημάτων με την προβλεπόμενη εκ του νόμου διαδικασία (ώστε να ιδρυθεί το δικαίωμα στο σήμα), αυτή μπορεί να τύχει προστασίας ως (απλό) διακριτικό γνώρισμα. Προκύπτει λοιπόν ευλόγως το ερώτημα: «τότε ποιο το νόημα να καταχωρίσω την ένδειξή μου ως σήμα»;

Δεδομένων των ευχερειών που παρέχει, είναι εντόνως συνιστώμενη η καταχώριση σήματος. Η εξήγηση είναι απλή και ως προς ένα βαθμό ταυτολογική: βασική συνέπεια της καταχώρισης σήματος είναι ότι πλέον εφαρμόζεται η νομοθεσία για το εμπορικό σήμα. Αυτό το γεγονός έλκει μία σειρά διευκολύνσεων για την παροχή προστασίας, πληθαίνοντας τις πιθανότητες νίκης σε ενδεχόμενη δικαστική διένεξη. Εν πολλοίς, βοηθούν (ενν. οι διευκολύνσεις) σημαντικά και το έργο του δικηγόρου. Το τελευταίο όμως ασκεί επιρροή και εξωδικαστικά, υπό την ακόλουθη έννοια: σε περίπτωση προσβολής σήματος, όσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες νίκης σε ενδεχόμενη δίκη – γεγονός που ακόμα και αν δεν το παραδέχεται, θα το αναγνωρίζει και θα το συνυπολογίζει κατά τις διαπραγματεύσεις ο νομικός σύμβουλος της άλλης πλευράς – τόσο ευνοϊκότερο θα είναι και το περιεχόμενο πιθανού συμβιβασμού για τα συμφέροντα του σηματούχου.

Μία άλλη δυνατότητα που παρέχει το σήμα – με μεγάλη μάλιστα πρακτική σημασία – είναι ότι εξασφαλίζει την αποκλειστική χρήση του σήματος, πριν ακόμα η επιχείρηση διαθέσει το προϊόν της στην αγορά (και μέχρι, κατ’ αρχήν, την πενταετία). Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν καταχωρισθεί σήμα, η προστασία θα προϋπέθετε – σύμφωνα και με όσα έχουμε ήδη αναφέρει – ότι η ένδειξη έχει ήδη καθιερωθεί στις συναλλαγές. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά δυσχερές (έως και αδύνατον) να συμβεί, εάν το προϊόν δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει.

Το σήμα επομένως είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο για εταιρείες οι οποίες στοχεύουν σε δραστηριοποίηση με διάφορα μεν προϊόντα, πλην όμως σταδιακά˙ ή ακόμα και για τις επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται ακόμα υπό ίδρυση ή και σε R&D στάδιο. Πράγματι, συχνά υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα το προϊόν τους, έχουν ωστόσο ήδη διαμορφώσει την ένδειξη που θα φέρει˙ και σε αυτό έχουν βασίσει σημαντικό μέρος της περαιτέρω πορείας και στρατηγικής τους (π.χ. πολιτική marketing).

Με την καταχώριση λοιπόν του σήματος οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να εξασφαλίσουν ότι ο σχεδιασμός τους θα συνεχίσει χωρίς απρόοπτα και ανατροπές. Διότι εάν δεν έχει καταχωρισθεί σήμα (αλλά ούτε και έχει κυκλοφορήσει το προϊόν στην αγορά, ή εάν έχει μεν κυκλοφορήσει αλλά δεν έχει καταστεί γνωστό στις συναλλαγές κατά την προαναφερθείσα έννοια) και στο μεσοδιάστημα ιδρυθεί δικαίωμα τρίτου προσώπου στη συγκεκριμένη (ή ακόμα και σε παρεμφερή) ένδειξη, οι ανατροπές στο σχεδιασμό θα είναι μεγάλες, αφού αυτή (δηλ. η ένδειξη) θα πρέπει να διαφοροποιηθεί ώστε να μην προσβάλλει το – στο μεταξύ – ιδρυθέν δικαίωμα τρίτου.

Ας δώσουμε όμως και ένα απλό παράδειγμα: μια εταιρεία startup επιθυμεί να βγάλει στην αγορά μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης. Βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο υλοποίησης του MVP (Minimum Viable Product). Για να μπορέσει να προστατεύσει το όνομα της πλατφόρμας – χωρίς να έχει προχωρήσει σε κατοχύρωση σήματος – θα πρέπει να παρέλθει κάποιο ικανό χρονικό διάστημα, ενώ η υπηρεσία θα έχει βγει ήδη στην αγορά, ώστε η τελευταία να γίνει γνωστή στο κοινό. Αν όμως εκμεταλλευθεί τη σχετική δυνατότητα και καταχωρίσει το εμπορικό σήμα της, η επιδιωκόμενη προστασία παρέχεται και μάλιστα – εφόσον η καταχώριση γίνει τελικά δεκτή – ήδη από τη στιγμή της υποβολής της αίτησης για την καταχώριση.

Αξίζει να σημειωθεί κάτι που ανωτέρω ήδη υπαινιχθήκαμε: η καταχώριση του σήματος μπορεί να έχει ευνοϊκά αποτελέσματα και κατά το στάδιο της χρηματοδότησης. Πράγματι, η μέριμνα για τις διαδικασίες απόκτησης δικαιώματος στο σήμα εκλαμβάνεται από τον υποψήφιο επενδυτή ως ένδειξη σοβαρότητας του εγχειρήματος, πρόνοιας και οργάνωσης. Εξάλλου, είναι καλό να αποφευχθεί σε οποιοδήποτε στάδιο των συζητήσεων να ανακοινωθεί ότι θα χρειαστεί να αλλάξει το σήμα π.χ. της παρεχόμενης υπηρεσίας από την startup, λόγω ίδρυσης – στο μεταξύ – δικαιώματος τρίτου στην ίδια ή ακόμα και σε παρεμφερή ένδειξη.

ΙV. Συμπεράσματα

Τα παραπάνω καταλήγουν στις εξής δύο βασικές διαπιστώσεις:

  1. 1. Το εμπορικό σήμα αποτελεί σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης για μία επιχείρηση. Παράλληλα, αποτελεί βασικό περιουσιακό στοιχείο με μεγάλη δυναμική. Βάσει δεδομένων και μελετών, αποφέρει κέρδη. Αυτό άλλωστε αναγνωρίζει και η ίδια η αγορά: σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), από το 2008 παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των αιτήσεων καταχώρισης σήματος της ΕΕ. Εντός του 2020 κατατέθηκαν 176.992 αιτήσεις, αριθμός υπερδιπλάσιος από εκείνο των 87.498 για το 2008. Εξάλλου και το κόστος καταχώρισης κάθε άλλο παρά απαγορευτικό είναι (είτε πρόκειται για εθνικό σήμα είτε και για σήμα της ΕΕ). Ιδίως για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το κόστος μπορεί να μειωθεί σημαντικά (τόσο σε συμβουλευτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο καταχώρισης) για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν.
  2. Το εμπορικό σήμα χρειάζεται όμως και προστασία. Όπως συμβαίνει και με κάθε περιουσιακό στοιχείο, η οικειοποίηση είναι δυστυχώς πολλές φορές ελκυστική. Εξάλλου, δεν αποκλείεται ο προσβολέας να μη γνωρίζει ότι προσβάλλει σήμα τρίτου (διότι π.χ. αγνοεί την ύπαρξή του). Ο άμεσος εντοπισμός ζητημάτων που δύνανται να βλάψουν το σήμα, παρέχει στην επιχείρηση ένα ασφαλές περιβάλλον επί του οποίου θα οικοδομηθούν οι κόποι, οι προσπάθειες και οι καινοτομίες της. Η δε προστασία δεν είναι μόνο δικαστική˙ παρ’ ότι – ιδίως εάν δεν τελεσφορήσουν οι πιο συμβιβαστικές οδοί – αυτή θα είναι η συνηθέστερη περίπτωση.

[1]Με αναφορά στο 2018˙ www.kathimerini.gr/1028807/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/h-amazon-dia8etei-pleon-to-akrivotero-emporiko-shma και data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.MKTP.CD?most_recent_value_desc=false

[2] Ενδιαφέρον είναι το παράδειγμα τη Velcro Industries NV. Η εταιρεία, επιθυμώντας να αποφύγει τη «γενικοποίηση» του όρου «Velcro» για όμοια με τα δικά της προϊόντα τύπου «hook-and-loop» (τα οποία ωστόσο δεν προέρχονται από αυτή), δημοσίευσε video, παρακαλώντας ουσιαστικά, με χιούμορ, το κοινό να μη χρησιμοποιεί αδιάκριτα τον όρο.

 

Ο Γιάννης Ψαράκης (Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ – ΜΔΕ ΙΙΙ) είναι δικηγόρος, συνεργάτης της Δικηγορικής Εταιρείας Ψαράκης|Κεφαλάς (www.psarakislegal.com), ιδρυτής του IP hubThe Trademark Hoop  (www.thetrademarkhoop.com) και Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Μητροπολιτικού Κολλεγίου”.